top of page
Εικόνα συγγραφέαΕλένη Μπλούχου

Deos, ίσως μόνο από τη θέα και τη... μετριότητα

Ο τελευταίος όροφος του Apollon Tower της Λουίζης Ριανκούρ φιλοξενεί το φιλόδοξο project του εστιατορίου Deos Athens.


Πολυδιαφημισμένο ως "πολυτελές και εντυπωσιακό", πολυμελετημένο για τον ίδιο λόγο στα social posts από τους διάφορους wanna be influencers, ωστόσο, και εδώ, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες δημοσιεύσεις στα κοινωνικά δίκτυα, η πραγματικότητα μας λέει μια εντελώς διαφορετική ιστορία.


Το μόνο επιτυχημένο μοιάζει να είναι το όνομα κι αυτό, αν εστιάσουμε στο δέος που σε πιάνει όταν ξετυλίγεται μπροστά σου η μετριότητα της Ελληνικής πραγματικότητας.

Επισκέφθηκα το μέρος δυο φορές, μια το βράδυ, στο εστιατόριο και στη συνέχεια λίγες ημέρες μετά, ένα μεσημέρι στην καφετέρια.


Ο τεράστιος χώρος, συμπαθητικά διακοσμημένος, έχει δημιουργηθεί στην ταράτσα του κτιρίου με εμφανή τα στοιχεία της παλαιότητας. Δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από τα καινούργια έπιπλα και τις τεράστιες τζαμαρίες καθώς τα μεταλλικά στοιχεία από τα κάγκελα του τελευταίου ορόφου στέκονται, εκεί, στο ύψος των ματιών όταν κάθεσαι.


Η θέα, τουλάχιστον την ημέρα, μας φέρνει μπροστά στην άσχημη αποτύπωση της Αθήνας. Πολυκατοικίες παντού, ξεχασμένες κεραίες τηλεοράσεων, δορυφορικά πιάτα, ξεσκισμένες τέντες μπαλκονιών είναι μακριά από αυτό που θα θέλαμε να βλέπουμε.Στο βάθος μόνο η θάλασσα του Φαλήρου, ίσως, να βελτιώνει λίγο την ατμόσφαιρα.



Το βράδυ τα πράγματα, είναι, μάλλον, καλύτερα καθώς το σκοτάδι κρύβει την ασχήμια και εντυπωσιάζει με τα άπειρα αναμμένα φώτα.


Στο service τόσο στο εστιατόρια όσο και στην καφετέρια, νεαρά παιδιά, μέτρια εκπαιδευμένα, με ενδοεπικοινωνία στο αυτί προσπαθούν να ισορροπήσουν την πολυκοσμία και την ένταση της δουλειάς με το χαμόγελο και την ευγένεια χωρίς πάντα με μεγάλη επιτυχία.




Στη βραδινή μας επίσκεψη, μια καθημερινή, περιμέναμε 10 λεπτά -για να εμφανιστεί ο υπεύθυνος που δεν εμφανίστηκε ποτέ- για να μας βάλουν να καθίσουμε σε ένα τραπέζι δίπλα στο τζάμι, που είχαμε ωστόσο κλείσει ήδη 4 μέρες πριν. Μόλις το 1/5 των τραπεζιών ήταν γεμάτο. Δυο άτομα καταλήξαμε σε ένα τραπεζάκι για δυο που μετά βίας χωρούσε αυτά που παραγγείλαμε, συνολικά τέσσερα πιάτα και ένα μπουκάλι κρασί. Λίγο αργότερα, ένα άλλο ζευγάρι επισκεπτών, χωρίς κράτηση, κάθισε σε τραπέζι για τέσσερις, για να παραγγείλει... από ένα ποτό. Είχε έρθει ο υπεύθυνος όπως καταλάβατε.


Το μενού οριακά καλό, ιδιαιτέρως ακριβό ωστόσο (τιμές Ιθάκης για να καταλάβετε τι εννοώ), ενώ η ποικιλία των κρασιών κρίνεται μάλλον οριακά ανεκτή, τουλάχιστον για την τοποθέτηση που φαίνεται να θέλει να κάνει το εστιατόριο. Το ένα πιάτο, ένα φιλέτο των 50+ ευρώ τουλάχιστον ήταν γευστικά καλά και ήρθε σωστά ψημένο, στο τραπέζι όμως προσγειώθηκαν και πιάτα που δεν είχαμε παραγγείλει ποτέ. Ήταν καθημερινή να θυμίσω και χωρίς κόσμο.


Στην μεσημβρινή επίσκεψη, λίγες ημέρες αργότερα, τα πράγματα δεν πήγαν και πολύ καλύτερα.


Σε μια ασφυκτικά γεμάτη καφετέρια, δώσαμε σχετικά γρήγορα παραγγελία για μία pinsa και λίγα λεπτά μετά -ακόμα δεν είχαμε βγάλει τα παλτό μας-... ω του θαύματος, ήρθε και η παραγγελία μας. Ήταν τόσο προκατασκευασμένη που ούτε υλικά δεν χρειάστηκε να προσθέσουν στο ζυμάρι. Αντιθέτως όταν στη συνέχεια ζητήσαμε και δύο μπίρες, έκαναν πάνω από μισή ώρα να έρθουν.


Η αλήθεια είναι πως δεν θα έμπαινα στον κόπο να κάνω κανένα από τα παραπάνω σχόλια γιατί και η μετριότητα, είναι πολλές φορές επιλογή. Παρόλα αυτά, οι τιμές και στους δυο χώρους, έφταναν αυτές πρωτοκλασάτου εστιατορίου, χωρίς το αντίστοιχο αντίκρισμα.


Και αν η μετριότητα, όπως και η χρέωση, είναι επιλογή του οποιουδήποτε καταστηματάρχη, η κριτική και η επιλογή, είναι υποχρέωση από την πλευρά του πελάτη.

0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page