Μακρυποδιά: Από την αφάνεια κοντά στην αναγνώριση μιας σπάνιας Ζακυνθινής ποικιλίας
- Ελένη Μπλούχου
- πριν από 1 ημέρα
- διαβάστηκε 2 λεπτά

Η Μακρυποδιά είναι μια σπάνια, λευκή, οινοποιήσιμη ποικιλία αμπέλου με καταγωγή από τις ορεινές περιοχές της Ζακύνθου. Για δεκαετίες, παρέμεινε άγνωστη και μη αξιοποιημένη, καθώς η σταφυλική της παραγωγή συνοινοποιούνταν με άλλες τοπικές ποικιλίες, χωρίς να αναδεικνύεται η ταυτότητά της. Ο κίνδυνος οριστικής εξαφάνισής της ήταν υπαρκτός, εξαιτίας της σποραδικής παρουσίας της σε εγκαταλελειμμένους, δύσβατους αμπελώνες.
Το 1983, στο χωριό Ορθονιές, εντοπίστηκαν τα πρώτα πρέμνα της από τον Ν. Καραντώνη, διευθυντή του Ινστιτούτου Αμπέλου. Ακολούθησε η ένταξή της στην Αμπελογραφική Συλλογή του Ινστιτούτου Αμπέλου Αθηνών το 1986, ενώ καθοριστικό ρόλο στην επανεμφάνισή της παίζει ο Επαμεινώνδας Τσούτσουρας, τέως ερευνητής του Ινστιτούτου Οίνου Αθηνών, ο οποίος, με αφετηρία μια ημερίδα στη Ζάκυνθο το 2008, αναλαμβάνει την πλήρη οινολογική αξιολόγηση της ποικιλίας. Πειραματικές οινοποιήσεις και αναλύσεις στο Ινστιτούτο Οίνου επιβεβαιώνουν τις εξαιρετικές δυνατότητες της Μακρυποδιάς.
Η γενετική της ταυτοποίηση πραγματοποιείται το 2013 από τον γεωπόνο Κωνσταντίνο Μπακασιέτα, Διευθυντή των φυτωρίων ΝΒ Baccasieta, μέσω εξειδικευμένων αναλύσεων DNA. Τα αποτελέσματα απέδειξαν ότι πρόκειται για μοναδική ποικιλία, χωρίς ταύτιση με καμία άλλη γνωστή ενώ το 2023, ο Δρ. Πάντ. Ζαμανίδης, αναπληρωτής ερευνητής του Ινστιτούτου Αμπέλου, πραγματοποίησε συγκριτική επιτόπια αξιολόγηση στη Ζάκυνθο, επιβεβαιώνοντας την ταύτιση των πρεμνών με εκείνα της συλλογής στη Λυκόβρυση.
Η Μακρυποδιά εμφανίζει υψηλή φυσική οξύτητα (έως 7,8 g/L), με pH κοντά στο 3,0 και αλκοολικό τίτλο μεταξύ 12,5 και 13,2% vol, χαρακτηριστικά σπάνια για μεσογειακή ποικιλία. Η γευστική της προσωπικότητα συνδυάζει δροσιά, φρεσκάδα, αρωματική ένταση και ισορροπία, ενώ οι ερευνητές την κατατάσσουν ανάμεσα στις πλέον ελπιδοφόρες λευκές ποικιλίες της Ελλάδας. Έχει επίσης τη δυναμική να δώσει όχι μόνο ξηρούς οίνους, αλλά και γλυκούς, λιαστούς ή αφρώδεις.
Σήμερα, στη Ζάκυνθο καλλιεργούνται περίπου 15–20 στρέμματα Μακρυποδιάς, ενώ υπάρχουν και δοκιμαστικές φυτεύσεις στην Ήπειρο. Μια ομάδα αμπελουργών, ερευνητών και φορέων έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες για την ένταξη της ποικιλίας στον Εθνικό Αμπελουργικό Κατάλογο, με στόχο τη νομική αναγνώριση και τη δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσης, η οποία αναμένεται, μετά από πολλά χρόνια, να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα.

Στις αρχές Μαΐου 2025, η ομάδα της Winest πραγματοποίησε στην Αθήνα παρουσίαση αφιερωμένη στη Μακρυποδιά, όπου δοκιμάστηκαν πέντε οίνοι τρέχουσας εσοδείας και προηγουμένων ετών, προερχόμενοι από αμπελοτόπια της Ζακύνθου και από τον πειραματικό αμπελώνα στο Τσεκούρι Σουλίου Ηπείρου. Η γευστική ποικιλομορφία, η οξύτητα, η φρεσκάδα και η ταυτότητα των κρασιών ανέδειξαν το οινολογικό δυναμικό της ποικιλίας και ενίσχυσαν το ενδιαφέρον επαγγελματιών και οινόφιλων που παρευρέθηκαν στην εκδήλωση.
Η υπόθεση της Μακρυποδιάς δεν είναι απλώς μια τεχνική προσπάθεια διάσωσης. Είναι ένα ζωντανό παράδειγμα του πλούτου και της πολυμορφίας του ελληνικού αμπελώνα, μια γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση και το οινικό μέλλον της Ζακύνθου. Αν αναγνωριστεί και αξιοποιηθεί, μπορεί να προσφέρει όχι μόνο εξαιρετικούς οίνους, αλλά και ισχυρή ταυτότητα στο Ζακυνθινό κρασί, ενισχύοντας τον οινοτουρισμό και την τοπική οικονομία.
ΕΜ

Comments